- αλληλοκληρονομία
- η (Μ ἀλληλοκληρονομία) [ἀλληλοκληρονομῶ]1. το να κληρονομεί ο ένας τον άλλον2. ειδικότερα, ο κατά το ρωμαϊκό δίκαιο θεσμός να κληρονομεί ο σύζυγος που επιζεί αυτόν που πρωτοπέθανε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλληλοκληρονομία — ἀλληλοκληρονομίᾱ , ἀλληλοκληρονομία mutual inheritance fem nom/voc/acc dual ἀλληλοκληρονομίᾱ , ἀλληλοκληρονομία mutual inheritance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοκληρονομώ — και ούμαι (Μ ἀλληλοκληρονομῶ, οῦμαι) είμαι νόμιμος κληρονόμος κάποιου που είναι ταυτόχρονα κληρονόμος δικός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + κληρονομῶ ( οῦμαι). ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αλληλοκληρονομία] … Dictionary of Greek